φαγεδαινισμός

φαγεδαινισμός
ο
(ιατρ.), διαβρωτική έλκωση που προχωρεί ραγδαία σε έκταση και καταστροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαγεδαινισμός — ο, Ν ιατρ. η τάση ενός πάσχοντος ιστού για ανάπτυξη φαγεδαινικού έλκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagedenisme < φαγέδαινα + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • φαγεδαίνωμα — ώματος, τὸ, Μ [φαγεδαινοῡμαι] φαγεδαινισμός …   Dictionary of Greek

  • φαγεδαίνωση — η, Ν ιατρ. φαγεδαινισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”